στρωματσάδα

στρωματσάδα
η, Ν
1. στρώμα τοποθετημένο πάνω στο δάπεδο
2. κατάκλιση σε στρώμα τοποθετημένο απευθείας στο δάπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρωμάτσο + κατάλ. -άδα (πρβλ. φεγγαρ-άδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στρωματσάδα — η 1. στρώμα πάνω στο έδαφος. 2. κατάκλιση πάνω σε τέτοιο στρώμα: Απόψε θα τη βγάλουμε στρωματσάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”